- φορτικοῦ
- φορτικόςfit for carryingmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφήκα — και σφήγκα, η / σφήξ, ηκός, ὁ, ΝΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, η, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α κοινή σήμερα ονομασία υμενόπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια vespidae και είναι πολύ συγγενικά με τις… … Dictionary of Greek
φορτικότητα — η / φορτικότης, ητος, ΝΜΑ [φορτικός] νεοελλ. η ιδιότητα τού φορτικού, το να είναι ή να γίνεται κανείς ενοχλητικός, βαρετός («μού ζήτησε με φορτικότητα να τόν εξυπηρετήσω») μσν. αρχ. χυδαία, ανάγωγη συμπεριφορά … Dictionary of Greek
χιλιοφόρος — ον, Α (ιδίως για πλοίο) αυτός που έχει χωρητικότητα χιλίων αμφορέων («μήτε πλοῑα πλείω φορτικοῡ ἑνὸς χιλιοφόρου», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + φόρος*] … Dictionary of Greek
κολλιτσίδα — η 1.ονομασία διάφορων φυτών, οι βλαστοί ή τα σπέρματα των οποίων προσκολλιούνται στα ρούχα του διαβάτη. 2. χαρακτηρισμός φορτικού ανθρώπου: Μας έχει γίνει κολλιτσίδα να του δανείσουμε χρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)